- θερμοτήτων
- θερμότηςheatfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… … Dictionary of Greek
εξουδετέρωση — Η αντίδραση μεταξύ ενός οξέος και μιας βάσης. Η ε. ισχυρών οξέων και βάσεων, δηλαδή εκείνων που είναι σε πλήρη διάσταση, ανάγεται πρακτικά στην αντίδραση σχηματισμού μορίου ύδατος, εφόσον και το άλας που θα σχηματιστεί είναι σε πλήρη διάσταση. Το … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου … Dictionary of Greek
γαζόλιο — Κλάσμα που λαμβάνεται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτελαίων ή από τα έλαια των εγκαταστάσεων της πυρόλυσης, που κυμαίνεται μεταξύ των οριακών θερμοτήτων απόσταξης του πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Η περιοχή αυτή των θερμοκρασιών… … Dictionary of Greek
Ντιλόνγκ-Πετί, νόμος — Η θερμοχωρητικότητα υπό σταθερό όγκο ενός κρυσταλλικού στερεού σώματος είναι ανεξάρτητη της θερμοκρασίας. Ποσοτικά δίνεται από τη σχέση: CV=3nR όπου n ο αριθμός των γραμμομορίων του σώματος και R η παγκόσμια σταθερά των αερίων. Σύμφωνα λοιπόν με… … Dictionary of Greek
Πλανκ, Μαξ — (Planck). Γερμανός θεωρητικός φυσικός (Κίελο 1858 – Γκέτινγκεν 1947). Η φήμη του είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την ανακάλυψη της κβάντωσης της ενέργειας (1900), η οποία άνοιξε το δρόμο για όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις της κβαντικής φυσικής … Dictionary of Greek